- υπερανταρκτικός
- -ή, -ό, Νφρ. «Υπερανταρκτικά Όρη» — ορεινό σύστημα το οποίο χωρίζει την Ανταρκτική σε ανατολικό και δυτικό τμήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ανταρκτικός. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperantarctic].
Dictionary of Greek. 2013.